- πινώτιον
- πῑνώτιον, τό,A pearl ear-ring, POxy.1449.25 (iii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πινώτιον — τὸ, Α ενώτιο από πίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *πιν ενώτιον, με απλολογία (πρβλ. αμφιφορεύς > αμφορεύς) < πίνη «μαργαριτάρι» + ἐνώτιον «σκουλαρίκι»] … Dictionary of Greek